- πεφόβημαι
- φοβέωput to flightperf ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετρεμαίνω — ΜΑ καταλαμβάνομαι από τρόμο («οὔτως αὐτὰς τετρεμαίνω καὶ πεφόβημαι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τετραμαίνω* κατ επίδραση τού τρέμω] … Dictionary of Greek